- παντοπώλης
- οέμπορος ειδών παντοπωλείου, αλλ. μπακάλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παντοπώλης — huckster masc nom sg παντοπωλέω to be a general dealer imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοπώλης — ο, θηλ. παντοπώλις και παντοπώλισσα / Α και πανταπώλης, θηλ. παντόπωλις, ιδος, ΝΜΑ αυτός που πωλεί κάθε είδους πράγματα, ιδίως τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο πώλης] … Dictionary of Greek
παντοπῶλα — παντοπώλης huckster masc voc sg παντοπώλης huckster masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοπῶλαι — παντοπώλης huckster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοπώλην — παντοπώλης huckster masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοπώλου — παντοπώλης huckster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοπωλώ — έω, Α [παντοπώλης] πωλώ κάθε είδους πράγματα, είμαι παντοπώλης … Dictionary of Greek
παντοπώλα — παντοπώλᾱ , παντοπώλης huckster masc nom/voc/acc dual παντοπώλᾱ , παντοπώλης huckster masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοπώλας — παντοπώλᾱς , παντοπώλης huckster masc acc pl παντοπώλᾱς , παντοπώλης huckster masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RHOPOPOLA — Graece Ρ῾ωποπώλης, Gallice Espicier, qui merces omnes mixtas ac minutas vendit, quae Medicis, Pictoribus, Tinctoribus et Myrepsis conducunt. Latinis Seplasiarius, παντοπώλης. Marcellus, Quodque ab Idumaeis vectum seplasia vendunt, Et quidquid… … Hofmann J. Lexicon universale